- ἱκαναί
- ἱκανόςsufficingfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσδιαρθρώ — όω, Α 1. διαμελίζω επί πλέον 2. μτφ. ερμηνεύω κάτι ακόμη λεπτομερώς («οὐ γὰρ ἱκαναὶ αἱ ἔννοιαι ἀποφῆναι σοφόν, ἂν μὴ ᾖ ὁ προσδιαρθρώσων», Ανώτ. π. Θεαίτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διαρθρῶ «διακρίνω, διαπλάσσω, διαμορφώνω»] … Dictionary of Greek
ἱκάν' — ἱκανά , ἱκανός sufficing neut nom/voc/acc pl ἱκανά̱ , ἱκανός sufficing fem nom/voc/acc dual ἱκανά̱ , ἱκανός sufficing fem nom/voc sg (doric aeolic) ἱκανέ , ἱκανός sufficing masc voc sg ἱκαναί , ἱκανός sufficing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)